-
1 επικοινα
-
2 επίκοινα
-
3 ἐπίκοινα
-
4 ἐπί-κοινος
ἐπί-κοινος, gemeinschaftlich; μῖξιν ἐπίκοινον τῶν γυναικῶν ποιέονται, sie haben gemeinschaftliche Frauen, Her. 4, 180; vgl. Eur. Andr. 124 διδύμων λέκτρων ἐπίκοινον, des Doppellagers Genossinn; Beides, sowohl ἀγαϑοποιός als κακοποιός, Sezt. Emp. adv. astrol. 29; – ἐπίκοινα, adverbial, z. B. χρῆσϑαι ταῖς γυναιξίν Her. 1, 216. 6, 77; Sp.; τὰ ἐπίκοινα, nomina communia, die von beiden Geschlechtern gebraucht werden, D. Hal. u. a. Gramm.
-
5 επίκοινος
ος, ον1) общий; 2) грам.:επίκοινα ονόματα — имена существительные обоюдного рода, эпицен
-
6 ἐπίκοινος
ἐπίκοιν-ος, ον,A common to many, promiscuous, ἐπίκοινον τῶν γυναικῶντὴν μεῖξιν ποιεῖσθαι Hdt.4.104
, cf. 172, 180; sharing equally in, (lyr.): c. dat., in common with,ἀρχὴν ἐ. αὐτῷ ἔχειν D.C.42.44
; ἐ. ἀμφοῖν belonging equally, Plu.2.368e, cf. 1018f, BGU 906.21 (i A.D.): neut. pl. Adv., in common, [γυναιξὶν] ἐπίκοινα χρέωνται Hdt.1.216
;χρηστήριον, τὸ ἐ. ἔχρησε ἡ Πυθίη Id.6.77
(but ἐχρήσθη ἐπίκοινον χρ. ib.19). Regul. Adv. .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκοινος
-
7 ἐπίκοινος
ἐπί-κοινος, gemeinschaftlich; μῖξιν ἐπίκοινον τῶν γυναικῶν ποιέονται, sie haben gemeinschaftliche Frauen; διδύμων λέκτρων ἐπίκοινον, des Doppellagers Genossin; τὰ ἐπίκοινα, nomina communia, die von beiden Geschlechtern gebraucht werden
См. также в других словарях:
ἐπίκοινα — ἐπίκοινος common to many neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίκοινος — η, ο (Α ἐπίκοινος, ον) [κοινός] 1. αυτός που ανήκει συγχρόνως σε δύο ή περισσότερους, συντροφικός («ἐπίκοινον δὲ τῶν γυναικῶν τὴν μεῑξιν ποιεῡνται», Ηρόδ.) 2. γραμμ. φρ. «ἐπίκοινα ὀνόματα» ουσιαστικά ονόματα ζώων, που με το ίδιο γραμματικό γένος… … Dictionary of Greek
επίκοινος — η, ο 1. που ανήκει ταυτόχρονα σε δύο ή περισσότερους, ο κοινός σε πολλούς, ο συντροφικός. 2. (γραμμ.), «επίκοινα ονόματα», ουσιαστικά ονόματα ζώων με ένα μόνο γραμματικό γένος για τα δύο φύλα, π.χ. αϊτός, λαγός, αλεπού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Род — Род грамматическая категория, свойственная разным частям речи и состоящая в распределении слов или форм по двум или трём классам, традиционно соотносимым с признаками пола или их отсутствием; эти классы принято называть мужской, женский, средний … Лингвистический энциклопедический словарь